- καταδιαιρώ
- καταδιαιρῶ, -έω (Α)1. διαιρώ σε μέρη2. διανέμω, μοιράζω3. αναλύω4. μέσ. καταδιαιροῡμαι, -έομαιδιανέμομαι μεταξύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδιαίρεσις — καταδιαίρεσις, ἡ (Α) [καταδιαιρώ] διαίρεση, μερισμός … Dictionary of Greek